απροεξόφλητος

απροεξόφλητος
-η, -ο
1. αυτός που δεν εξοφλήθηκε πριν από κάποιο καθορισμένο χρόνο
2. αυτός που δεν επιτρέπεται, δεν μπορεί να εξοφληθεί πριν από καθορισμένο χρόνο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”